μαλακιῶ

μαλακιῶ
μαλακίζομαι
to be softened
fut ind act 1st sg (attic epic doric)
μαλακιάω
become soft
pres imperat mp 2nd sg
μαλακιάω
become soft
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
μαλακιάω
become soft
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
μαλακιάω
become soft
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαλακιώ — μαλακιῶ, άω (Α) [μαλακός] είμαι ή γίνομαι ασθενής ή αδύναμος («αἱ κύνες μαλακιῶσαι τὰς ῥῑνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”